κατόρθωμα

κατόρθωμα
κατόρθωμα, ατος, τό (s. prec. entry and διόρθωμα; Aristot., Polyb. et al.; Philo; Jos., Bell. 1, 55; 7, 5) the condition of coming out right, success, prosperity, good order, pl. (as Chariton 7, 6, 5; X. Eph. 1, 1, 4; SIG 783, 15; PHermWess (=StudPal V) 125 II, 4 τ. μέγιστα κατορθώματα τῇ πατρίδι; Ath., R. 21 p. 73, 25) Ac 24:2 v.l. (for διόρθωμα).—DELG s.v. ὀρθός. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατόρθωμα — success neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόρθωμα — το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) [κατορθώ] 1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κατόρθωμα — το, ατος εξαιρετική επιτυχία, ανδραγάθημα: Διηγείται τα κατορθώματά του στον πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατορθωμάτων — κατόρθωμα success neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώμασι — κατόρθωμα success neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώμασιν — κατόρθωμα success neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώματα — κατόρθωμα success neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώματι — κατόρθωμα success neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορθώματος — κατόρθωμα success neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДОЛГ — (греч. deon; лат. officiuum, obligatio; нем. Pflicht; англ. duty, obligation; фр. devoir, obligation; ит. devere) одно из фундаментальных понятий этики, которое обозначает нравственно аргументированное принуждение к поступкам; нравственную… …   Философская энциклопедия

  • СТОИЦИЗМ — учение одной из наиболее влиятельных филос. школ античности, основанной ок. 300 г. до н.э. Зеноном из Китиона. История С. традиционно делится на три периода: ранняя стоя (Зенон, Клеанф, Хрисипп и их ученики, 3 2 вв. до н.э.), средняя стоя… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”